σταυροθολοκτισμένος

σταυροθολοκτισμένος
-η, -ο / σταυροθολοκτισμένος, -η, -ον, ΝΜ
αυτός που είναι κτισμένος με σταυροθόλια που έχει σταυροθόλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + θόλος + κτίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”